- τραγωδός
- ο, η / τραγῳδός, ὁ, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. τραγαFυδός Α1. ποιητής τραγωδιών2. ερμηνευτής, ηθοποιός τραγωδίαςαρχ.1. ποιητής τραγωδιών και αοιδός ταυτόχρονα2. τραγικός ποιητής ο οποίος έπαιρνε μέρος ως υποκριτής στις παραστάσεις τών τραγωδιών του3. στον πληθ. oἱ τραγῳδοία) τα μέλη τού τραγικού χορούβ) η παρουσίαση μιας τραγωδίαςγ) (κατ' επέκτ.) η τραγωδία.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. τραγῳδός, σχηματισμένη κατά το ῥαψῳδός*, είναι σύνθ. από τις λ. τράγος και ᾠδή. Ωστόσο, η ακριβής σημ. της λ. τραγῳδός παραμένει ανεξακρίβωτη και συνδέεται με το σημαντικό πρόβλημα τής γένεσης τής τραγωδίας ως ποιητικού είδους. Κατά την επικρατέστερη άποψη, η οποία δέχεται την προέλευση τής τραγωδίας από τον διονυσιακό διθύραμβο, η λ. τραγῳδός χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τα άτομα που συμμετείχαν στους τραγικούς χορούς και τα οποία ήταν μεταμφιεσμένα σε σατύρους, τους οποίους ονόμαζαν τράγους, όχι τόσο γιατί τούς φαντάζονταν τραγόμορφους όσο για τη ζωηρότητα, την ευθυμία, το ασυγκράτητο πάθος τους, που έφτανε συχνά στα όρια της ασέλγειας (πρβλ. την ερμηνεία που δίνει το Μέγα Ετυμολογικόν στη λ. τραγῳδία: οὕς [δηλ. τοὺς Σατύρους] ἐκάλουν τράγους σκώπτοντες ἤ... διὰ τὴν περὶ τὰ ἀφροδίσια σπουδήν). Έχουν διατυπωθεί και άλλες απόψεις, που θεωρούν την τραγωδία απόγονο ενός αττικού χωριάτικου εθίμου και σύμφωνα με τις οποίες η λ. τραγῳδός δηλώνει εκείνον που τραγουδά και χορεύει σε αγώνες οι οποίοι είχαν ως έπαθλο έναν τράγο ή σε γιορτές που γίνονταν με αφορμή τη θυσία τράγου].
Dictionary of Greek. 2013.